- τήτος
- -ους, και -εος, τὸ, Αη τήτη*..[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τήτη, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τήτει — τῆτος neut nom/voc/acc dual (attic epic) τήτεϊ , τῆτος neut dat sg (epic ionic) τῆτος neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθυγιεινότης — ( τητος), η η ιδιότητα του ανθυγιεινού, η νοσηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθυγιεινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Γερμανό γιατρό Βερνάρδο Όρνσταϊν στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
περιβλεπτότης — τητος, ἡ, ΜΑ [περίβλεπτος] 1. η ιδιότητα τού περίβλεπτου, το να είναι κανείς ή κάτι περιφανής/ές 2. (στο Βυζάντιο) (ως τιμητικός τίτλος) εξοχότητα … Dictionary of Greek
τήτεα — τῆτος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήτη — want fem nom/voc sg (attic epic ionic) τῆτος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τῆτος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
αρρενότης — ἀρρενότης ( τητος), η (AM) [άρρην] η ιδιότητα του αρσενικού, η αρρενωπότητα … Dictionary of Greek
dāu-, dǝu-, dū̆ - — dāu , dǝu , dū̆ English meaning: to burn Deutsche Übersetzung: 1. “brennen”, 2. “verletzen, quälen, vernichten, feindselig” Note: uncertainly, whether in both meaning originally identical (possibly partly as “ burning pain “,… … Proto-Indo-European etymological dictionary